- μεγαλόδωρος
- -η, -οαυτός που μοιράζει απλόχερα δώρα, ο γενναιόδωρος: Ήταν τόσο μεγαλόδωρος που ξόδεψε όλη του την περιουσία σε φιλανθρωπίες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μεγαλόδωρος — munificent masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλόδωρος — η, ο (ΑM μεγαλόδωρος, ον) 1. αυτός που δίνει μεγάλα και πλούσια δώρα, γενναιόδωρος 2. το ουδ. ως ουσ. το μεγαλόδωρο(ν) η μεγαλοδωρία («τὸ φιλόδωρον καὶ μεγαλόδωρον», Πλούτ.). επίρρ... μεγαλοδώρως (Α) με γενναιοδωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) +… … Dictionary of Greek
μεγαλοδωρότερον — μεγαλόδωρος munificent adverbial comp μεγαλόδωρος munificent masc acc comp sg μεγαλόδωρος munificent neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοδωρότατον — μεγαλόδωρος munificent masc acc superl sg μεγαλόδωρος munificent neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοδώρως — μεγαλόδωρος munificent adverbial μεγαλόδωρος munificent masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλόδωρον — μεγαλόδωρος munificent masc/fem acc sg μεγαλόδωρος munificent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοδωροτάτη — μεγαλόδωρος munificent fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοδωρότατε — μεγαλόδωρος munificent masc voc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοδωρότατος — μεγαλόδωρος munificent masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοδώροις — μεγαλόδωρος munificent masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)